- ποδιαία
- ποδιαίᾱ , ποδιαῖοςa foot longfem nom/voc/acc dualποδιαίᾱ , ποδιαῖοςa foot longfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποδιαίᾳ — ποδιαίᾱͅ , ποδιαῖος a foot long fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδιαῖα — ποδιαῖος a foot long neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδιαίας — ποδιαίᾱς , ποδιαῖος a foot long fem acc pl ποδιαίᾱς , ποδιαῖος a foot long fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδιαίαι — ποδιαίᾱͅ , ποδιαῖος a foot long fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδιαίαν — ποδιαίᾱν , ποδιαῖος a foot long fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδιαίος — α, ο / ποδιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει μήκος ενός ποδιού (α. «φαίνεται μὲν ὁ ἥλιος ποδιαῑος, πεπίστευται δ εἶναι μείζων τῆς οἰκουμένης», Αριστοτ. β. «ποδιαῑον τόπον», Λουκιαν. γ. «πλάτος δίποδες, πάχος ποδιαῑος», επιγρ. δ. «ποδιαίου μέτρου» … Dictionary of Greek